- αριστοποιώ
- ἀριστοποιῶ (-έω) (Α)1. ετοιμάζω πρόγευμα2. (-ούμαι) προγευματίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀριστοποιῶ — ἀριστοποιέω prepare breakfast pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀριστοποιέω prepare breakfast pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… … Dictionary of Greek